Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
again /əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου; USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
arms /ɑːm/ = NOUN: όπλα; USER: όπλα, όπλων, χέρια, τα χέρια, βραχίονες

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
baby /ˈbeɪ.bi/ = NOUN: μωρό, βρέφος, νήπιο; USER: μωρό, βρέφος, μωρού, το μωρό, μωρών

GT GD C H L M O
boom /buːm/ = NOUN: κεραία, αλυσίδα, βόμβος, λιμενοφράγμα, υπερτίμηση; VERB: βοώ, βομβώ, προάγω; USER: boom, έκρηξη, άνθηση, βραχίονας, βραχίονα

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
cause /kɔːz/ = NOUN: αιτία, αίτιο, λόγος, αφορμή, υπόθεση, πρόξενος, σκοπός; VERB: προκαλώ, γίνομαι αιτία, προξενώ; USER: αιτία, προκαλέσει, να προκαλέσει, προκαλέσουν, προκαλούν

GT GD C H L M O
chicken /ˈtʃɪk.ɪn/ = NOUN: κοτόπουλο, ορνίθιο, δειλός, φοβιτσιάρης; USER: κοτόπουλο, κοτόπουλου, κοτόπουλα, chicken, κοτόπουλων

GT GD C H L M O
close /kləʊz/ = ADVERB: κοντά, πλησίον; VERB: κλείνω, περατώνω, κλείω; NOUN: λήξη, τέλος, πέρας; ADJECTIVE: στενός, κλειστός, κοντινός, προσεκτικός, μεμονωμένος; USER: κοντά, κλείνω, κλείσει, κλείσετε, κλείστε

GT GD C H L M O
coco /ˈkōkō/ = NOUN: κακάο, κοκοφοίνιξ; USER: κακάο, Coco, κοκοφοίνικα, κοκο, Κόκο

GT GD C H L M O
colombo = USER: Κολόμπο, Colombo, το Κολόμπο,

GT GD C H L M O
com /ˌdɒtˈkɒm/ = USER: com, gr Το, ΚΟΑ

GT GD C H L M O
cos /kəz/ = USER: cos, μαρούλι, συν, κύτταρα COS, COS που

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
down /daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω; NOUN: χνούδι, πούπουλο; USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται

GT GD C H L M O
everybody /ˈev.riˌbɒd.i/ = PRONOUN: όλοι, πάντες; USER: όλοι, πάντες, όλους, καθένας, ο καθένας, ο καθένας

GT GD C H L M O
feedback /ˈfiːd.bæk/ = NOUN: ανατροφοδότηση, ανάδραση, αναπληροφόρηση; USER: ανατροφοδότηση, ανάδραση, γνώμη, Η γνώμη, μετράει

GT GD C H L M O
feel /fiːl/ = VERB: αισθάνομαι, νιώθω, ψηλαφώ, αγγίζω, πασπατεύω; NOUN: αφή; USER: αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθανθείτε, αισθανθείτε

GT GD C H L M O
gee /dʒiː/ = USER: gee, Γκι, θεέ μου, τζι, θεέ

GT GD C H L M O
get /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε

GT GD C H L M O
gettin = USER: Γνωρ, gettin, το gettin,

GT GD C H L M O
girls /ɡɜːl/ = NOUN: κορίτσι, κοπέλα, κόρη; USER: κορίτσια, τα κορίτσια, κοριτσιών, των κοριτσιών, κορίτσια που

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
gotta /ˈɡɒt.ə/ = USER: Πρέπει να, Πρέπει

GT GD C H L M O
groove /ɡruːv/ = NOUN: ράβδωση, αυλακιά, ράβδωσις; VERB: αυλακώ, αυλακώνω, σχηματίζω ραβδώσεις; USER: αυλακιά, ράβδωση, αυλάκι, αύλακα, αυλάκωση

GT GD C H L M O
ground /ɡraʊnd/ = NOUN: έδαφος, βάση, χώμα, αιτία, άλεση, βυθός, κατακάθια; VERB: γειώνω, βασίζω; USER: έδαφος, εδάφους, λόγο, του εδάφους, λόγου

GT GD C H L M O
happy /ˈhæp.i/ = ADJECTIVE: ευτυχής, ευτυχισμένος; USER: ευτυχισμένος, ευτυχής, ευτυχισμένη, χαρούμενος, ευτυχισμένο, ευτυχισμένο

GT GD C H L M O
heart /hɑːt/ = NOUN: καρδιά, θάρρος; USER: καρδιά, καρδιάς, καρδιακή, κέντρο, την καρδιά

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
hold /həʊld/ = NOUN: αμπάρι, κύτος, κράτηση, πιάσιμο; VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω; USER: κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
http /ˌeɪtʃ.tiː.tiːˈpiː/ = USER: http, διεύθυνση http

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
kinda /ˈkaɪ.ndə/ = USER: κάπως, kinda

GT GD C H L M O
ladies /ˈleɪ.dizˌmæn/ = ADJECTIVE: κυρίες; USER: κυρίες, αγαπητοί, αξιότιμοι, γυναίκες, κύριοι

GT GD C H L M O
let /let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω; NOUN: μίσθωση, κώλυμα; USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
loco /ˈlōcō/ = VERB: τρελλαίνω; ADJECTIVE: τρελλός; USER: loco, τοποθεσία, την τοποθεσία, τοποθεσία του, την τοποθεσία του,

GT GD C H L M O
lovely /ˈlʌv.li/ = ADJECTIVE: ωραίος; USER: lovely, όμορφη, υπέροχο, υπέροχη, όμορφο

GT GD C H L M O
lyrics /ˈlɪr.ɪk/ = USER: στίχοι, στίχους, lyrics, τους στίχους, οι στίχοι

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
man /mæn/ = NOUN: άνθρωπος, άνδρας, ανήρ; VERB: επανδρώνω, εφοδιάζω με άνδρες, επανδρώ; USER: άνθρωπος, άνδρας, άνθρωπο, άνδρα, ανθρώπου, ανθρώπου

GT GD C H L M O
me /miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ; USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
move /muːv/ = NOUN: κίνηση; VERB: κινούμαι, προτείνω, κινώ, μετακινώ, κουνιέμαι, μετατοπίζω, σειέμαι, συγκινώ, μετοικώ; USER: κίνηση, μετακινήσετε, κινηθεί, προχωρήσουμε, κινούνται

GT GD C H L M O
mr /ˈmɪs.tər/ = USER: mr, Ο κ., κ., Κύριε, του κ., του κ.

GT GD C H L M O
my /maɪ/ = PRONOUN: můj; USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η

GT GD C H L M O
nicer /naɪs/ = USER: καλύτερο, ωραιότερο, πιο όμορφο, nicer, πιο όμορφα

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
pee /piː/ = NOUN: κατούρημα; USER: κατούρημα, κατουρήσει, κατουρήσω, ουρήσει, τσίσα

GT GD C H L M O
president /ˈprez.ɪ.dənt/ = NOUN: πρόεδρος, πρύτανης; USER: πρόεδρος, Πρόεδρε, πρόεδρο, προέδρου, στον Πρόεδρό

GT GD C H L M O
prove /pruːv/ = VERB: αποδεικνύω, δοκιμάζω; USER: αποδειχθούν, αποδείξει, αποδεικνύουν, να αποδείξει, αποδειχθεί

GT GD C H L M O
put /pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω; USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί

GT GD C H L M O
read /riːd/ = NOUN: ανάγνωση; VERB: διαβάζω, ερμηνεύω, αναγιγνώσκω; USER: ανάγνωση, διαβάζω, διαβάσετε, διαβάστε, διαβάσει, διαβάσει

GT GD C H L M O
rice /raɪs/ = NOUN: ρύζι, όρυζα; USER: ρύζι, ρυζιού, το ρύζι, του ρυζιού, όρυζας

GT GD C H L M O
round /raʊnd/ = ADVERB: γύρω, πέριξ, ολόγυρα; NOUN: γύρος, κύκλος, βολή, κρέας από τον μηρόν; ADJECTIVE: στρογγυλός, κυκλικός; VERB: τριγύρω, στρογγυλεύω, περικυκλώ; USER: γύρω, γύρω από, γύρο, στρογγυλοποιεί, στρογγυλοποιούν

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
say /seɪ/ = VERB: λέγω; USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε

GT GD C H L M O
says /seɪ/ = USER: λέει, λέει ο, λέει η, λέει η

GT GD C H L M O
scream /skriːm/ = NOUN: κραυγή, ξεφωνητό, φωνή τρόμου, φωνή πόνου, οξεία κραυγή; VERB: φωνάζω, σκούζω, ωρύομαι, ξεφωνίζω; USER: κραυγή, φωνάζω, ουρλιάζουν, φωνάζουν, κραυγάζει

GT GD C H L M O
see /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε

GT GD C H L M O
she /ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη; USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια

GT GD C H L M O
shout /ʃaʊt/ = VERB: φωνάζω, ξεφωνίζω, κραυγάζω, αλαλάζω; NOUN: κραυγή, δυνατή φωνή, βοή; USER: φωνάζω, κραυγή, φωνάζουν, φωνάξει, φωνάζει

GT GD C H L M O
show /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε

GT GD C H L M O
singin = USER: singin, τραγουδούσε

GT GD C H L M O
sip /sɪp/ = NOUN: γουλιά, ρουφηξιά, ρόφημα; VERB: σιγοπίνω, ροφώ; USER: γουλιά, SIP, πιείτε, πιείτε το, ΣΕΠΚ

GT GD C H L M O
smooth /smuːð/ = ADJECTIVE: λείος, μαλακός, στρωτός; VERB: μαλακώνω, λειαίνω; USER: ομαλή, εξομαλύνουν, εξομαλύνει, λεία, την ομαλή

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
sooth = NOUN: αλήθεια; USER: αλήθεια, καταπραΰνει, απαλύνουν, sooth, ανακουφίζουν,

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
take /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει

GT GD C H L M O
tee /tiː/ = NOUN: στόχος; USER: ΤΕΕ, tee, μπλουζάκι, Τ.Ε.Ε., ΤΑΦ

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
treat /triːt/ = NOUN: κέρασμα, τρατάρισμα; VERB: θεραπεύω, μεταχειρίζομαι, περιποιούμαι, διαπραγματεύομαι, κερνώ, τρατάρω, φιλεύω; USER: θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπεία της, θεραπεία του, αντιμετωπίζουν

GT GD C H L M O
turn /tɜːn/ = NOUN: σειρά, στροφή, τροπή, στρίψιμο, γύρος; VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω; USER: σειρά, στροφή, ενεργοποιήσετε, τη σειρά, μετατρέψει

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
watch /wɒtʃ/ = NOUN: ρολόι, επιτήρηση, αγρυπνία, φρουρός, φρουρά, ωρολόγιο φρούρησης; VERB: παρακολουθώ, προσέχω, φρουρώ, παρατηρώ καλώς, επιτηρώ, επαγρυπνώ; USER: ρολόι, παρακολουθώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, δείτε

GT GD C H L M O
watching /wɒtʃ/ = VERB: παρακολουθώ, προσέχω, φρουρώ, παρατηρώ καλώς, επιτηρώ, επαγρυπνώ; USER: βλέποντας, παρακολουθείτε, παρακολουθώντας, παρακολουθούν, παρακολούθηση

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
while /waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον; NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό; VERB: περνώ; USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι

GT GD C H L M O
whisper /ˈwɪs.pər/ = NOUN: ψίθυρος; VERB: ψιθυρίζω; USER: ψίθυρος, ψιθυρίζω, ψιθυρίζουν, ψιθυρίσει, ψιθυρίσω

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
yo /jəʊ/ = USER: yo, γιο, yo να

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

103 words